- κρίθινος
- η , ο [ν] ячменный; ячневый (о крупе, каше)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κρίθινος — made of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρίθινος — η, ο (AM κρίθινος, ίνη, ον) [κριθή] παρασκευασμένος από κριθάρι, κριθαρένιος (α. «κρίθινο ψωμί» β. «καὶ κρίθινον κόλλικα δούλιον χόρτον», Αθήν.) αρχ. φρ. α) «κρίθινος Δημοσθένης» παρωνύμιο τού ρήτορα Δεινάρχου β) «οἶνος κρίθινος» ο ζύθος, η μπίρα … Dictionary of Greek
κρίθινος — η, ο που έγινε από κριθάρι (κριθάλευρο), κριθαρένιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κριθίνων — κρίθινος made of fem gen pl κρίθινος made of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρίθινον — κρίθινος made of masc acc sg κρίθινος made of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριθίνη — κρίθινος made of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριθίνην — κρίθινος made of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριθίνης — κρίθινος made of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριθίνοις — κρίθινος made of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριθίνου — κρίθινος made of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριθίνους — κρίθινος made of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)